ξινούτσικος

ξινούτσικος
-η, -ο
1. (υποκορ. τού ξινός) υπόξινος, λίγο ξινός, κάπως ξινός
2. μτφ. αυτός που είναι κάπως ακριβός («αυτό το φόρεμα είναι ωραίο, αλλά ξινούτσικο»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλαφρόξινος — η, ο ο ελαφρά ξινός, ξινούτσικος, υπόξινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + ξινός] …   Dictionary of Greek

  • ελαφρόξινος — η, ο αλαφρόξινος, ξινούτσικος …   Dictionary of Greek

  • ξινοφέρνω — έχω κάπως ξινή γεύση, είμαι ξινούτσικος, υπόξινος …   Dictionary of Greek

  • υπόξινος — η, ο, Ν ο κάπως ξινός, ξινούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + όξινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • υπόξινος — η, ο κάπως ξινός, ξινούτσικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”